ΑΝΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΗΘΟΠΟΙΟ




Η σπουδαία ηθοποιός και σεναριογράφος Άννα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 30 Ιουλίου 1947 και σήμερα 4 Μάϊου 2024 ''έφυγε'' αφήνοντας πίσω της μια σπουδαία καριέρα και ρόλους που έμειναν κλασικοί, ατάκες που έγραψαν ιστορία και ερμηνείες που έδιναν άλλη διάσταση στους χαρακτήρες που υποδύθηκε.

Θα την θυμούνται ως: Μανταμ Σουσού, Όλγα Χαρίτου(Οι Τρείς Χάριτες), Χριστίνα Μαρκάτου(Ντόλτσε Βίτα), Λαυρεντία Μπισμπίσκη (Το κλάμα Βγήκε από τον παράδεισο), Ροζαλία Δελακρούστα Μπελούτσι (Ροζαλία ένα μπέστ σελερ), Ρένα Δρούγκα (Safe Sex)..

Από τα παιδικά της χρόνια ήθελε να γίνει ηθοποιός. Μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με το θέατρο, ενώ και οι γονείς της (ο πατέρας της ήταν από πλούσια οικογένεια φεουδαρχών, δεξιός και βασιλόφρων και η μητέρα της μικροαστή και αριστερή) δεν ήθελαν να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο. Όταν την έστειλαν στην Ελβετία για σπουδές, γύρισε κρυφά και έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό θέατρο. Εκεί πρωτοσυνάντησε και τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο ήταν στην ίδια τάξη, οι  δυο τους υπήρξαν βασικά μέλη στο Ελεύθερο Θέατρο και πρωταγωνίστησαν στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία ''Και συ χτενίζεσαι''.



 

 Ανέβαζαν παραστάσεις ποικίλου ρεπερτορίου, από Μπρεχτ μέχρι Χουρμούζη. Μόνιμη «στέγη» απέκτησαν όταν πήγαν στο Άλσος Παγκρατίου. Παράλληλα, μέχρι τότε, οι συμμετέχοντες στον θίασο ασχολούνταν και με άλλες δουλειές για βιοπορισμό. Το 1980, το Ελεύθερο Θέατρο σταμάτησε και ιδρύθηκε η Ελεύθερη Σκηνή, από την Άννα Παναγιωτοπούλου και τον Σταμάτη Φασουλή, που επρόκειτο ουσιαστικά για μια μετονομασία του Ελεύθερου Θεάτρου, εκείνη συνέχισε με επιθεωρήσεις, στις οποίες έπαιζε αλλά έγραφε και το σενάριο.

 

 Ευρέως γνωστή έγινε μέσω της συμμετοχής της σε τηλεοπτικές σειρές, αρχικά στη κρατική και στη συνέχεια στην ιδιωτική τηλεόραση. Σταθμός της τηλεοπτικής της καριέρας (και προσωπικό της ''φαβορί''), θεωρείται η ενσάρκωση της «Μαντάμ Σουσού» στην ομότιτλη διασκευή του μυθιστορήματος του Δημήτρη Ψαθά τη σεζόν 1986-87 (μαζί με τους Θανάση Παπαγεωργίου, Άγγελο Αντωνόπουλο, Νατάσα Ασίκη κ.ά.). Τεράστια επιτυχία σημείωσαν επίσης οι σειρές: Οι Τρεις Χάριτες, και Ντόλτσε Βίτα, που θεωρούνται ''κλασικές''.

Το 1993 έπαιξε στην κωμική σειρά του Mega, Ροζαλία - Ένα μπεστ σέλερ, που δεν είχε επιτυχία. Την τηλεοπτική σεζόν 2003-2004, συμπαρουσίαζε μαζί με τον Φώτη Σεργουλόπουλο, τον Χρήστο Ευθυμίου, τον Μένιο Σακελλαρόπουλο, τον Κλέονα Γρηγοριάδη και την Ματθίλδη Μαγγίρα, το τηλεπαιχνίδι Το show των εκατομμυρίων, το οποίο έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 2003 από το MEGA. Στο σινεμά, έπαιξε στις τέσσερις ταινίες των Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου, το «Safe Sex», το «Κλάμα Βγήκε από τον Παράδεισο», το «Οξυγόνο» και το «Αυστηρώς Κατάληλλο», στο «Φτάσαμεε!» του Σταύρου Τσιώλη και στο «Μια φορά και ένα... μωρό» του Νίκου Ζαπατίνα το 2011. Παντρεύτηκε το 1972. Απέκτησε έναν γιο, τον Δημήτρη (1973), που της χάρισε ένα εγγόνι. Χήρεψε το 2016. Ζούσε στον Λυκαβηττό αλλά περνούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα, έως και χρόνο, στην Τήνο. Απεβίωσε σε ηλικία 76 ετών, από επιπλοκές της νόσου Αλτσχάιμερ. ''Ήμουν ακόμη μαθήτρια γυμνασίου όταν πήγα στον Κατράκη και του ζήτησα να παρακολουθήσω ως ακροάτρια τα μαθήματά του και να μου πει τη γνώμη του για το αν κάνω για ηθοποιός'' είχε πει. Μετά από λίγο καιρό, αφού αποφάσισε να διακόψει τα μαθήματα δηλώνοντας ότι κανένας δεν ήταν ικανός να προχωρήσει στο επάγγελμα, μ' έπιασε και μου είπε: «Αν γίνεις ηθοποιός, θα χάσεις πάρα πολλά πράγματα. Αν δε γίνεις, θα χάσει το θέατρο.»

 

''Δεν ξέρω αν θα έχανε το θέατρο, αλλά έκανε λάθος ως προς το πρώτο σκέλος. Κέρδισα πάρα πολλά. Και δεν πέρασα καθόλου δύσκολα. Η μητέρα μου ούτε ήθελε ν' ακούσει για δραματική σχολή. Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ της μόρφωσης. Εγώ, από την άλλη, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι ήταν το μόνο επάγγελμα για το οποίο ήμουν ικανή. Δεν με ενδιέφερε καθόλου να πάω πανεπιστήμιο. Όταν με έστειλαν με το ζόρι στην Ελβετία, γύρισα κρυφά και έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Εκεί πρωτοσυνάντησα και τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο ήμασταν στην ίδια τάξη.Ιδρύσαμε το «Ελεύθερο Θέατρο» αρχές του '70. Η Ελλάδα ήταν σε μια άλλη πολιτική κατάσταση, και το «Ελεύθερο Θέατρο» ήταν κατά βάση πολιτικοποιημένο. 

Το ιδρύσαμε με την απόλυτη πεποίθηση ότι το θέατρο ανήκει στους ηθοποιούς και σε κανέναν άλλο. Είχαμε πολύ έντονο το όραμα της συλλογικότητας: δεν υπήρχε σκηνοθέτης, δεν υπήρχε συγγραφέας, δεν υπήρχε παραγωγός. Τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε καν βασική ομάδα, πέρασαν δεκάδες άνθρωποι.Κάτι που συνειδητοποιήσαμε πολύ γρήγορα ήταν –πέρα από το ιδεολογικό μέρος– ότι το θέατρο είναι μια δουλειά συνόλου, ότι, από τον πρωταγωνιστή μέχρι τον τελευταίο τεχνικό, όλοι έχουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για ό,τι συμβαίνει πάνω στη σκηνή. 

Αυτό έκανε τη μεγάλη διαφορά με το παλιό θέατρο, όπου ο πρωταγωνιστής ήταν ο άρχων – και συνήθως του τρόμου ο άρχων! Αυτό σε ένα βαθμό το αλλάξαμε εμείς στο ελληνικό θέατρο.  Θεωρώ ότι το θέατρο εκεί το σπούδασα. Δουλεύοντας σκληρά, ψάχνοντας σε βάθος, μελετώντας, υπηρετώντας από κοινού ένα όραμα. Ανεβάσαμε τα πάντα, από Μπρεχτ μέχρι Χουρμούζη. Θέμα πληρωμής δεν υπήρχε. Βάζαμε από την τσέπη μας δουλεύοντας σε μπαρ, σε οικοδομές, παντού. Μόνιμη «στέγη» αποκτήσαμε μόνο όταν πήγαμε στο Άλσος Παγκρατίου. Όταν το '73, μεσούσης της δικτατορίας ανεβάσαμε το «Κι εσύ χτενίζεσαι» με μεγάλη επιτυχία, κολλήσαμε στην επιθεώρηση. Τη στιγμή που την ανακαλύπταμε, βρισκόταν σε φάση πτώσης. Ένα καθαρά ελληνικό είδος με μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο πολιτικό όσο και υποκριτικό. Ένα είδος πάρα πολύ αυτοσχεδιαστικό, βασισμένο στον ηθοποιό περισσότερο και λιγότερο στον συγγραφέα. Καθώς εμείς είχαμε άλλη αφετηρία από τους παλιούς επιθεωρησιακούς ηθοποιούς –που ήταν συχνά αυτοδίδακτοι–, δώσαμε έμφαση στα κείμενα. ''






''Έτσι άρχισα και να γράφω, αλλά ως ηθοποιός.Το '80, όταν μετονομαστήκαμε σε «Ελεύθερη Σκηνή», είχαμε σχετικά μεγαλώσει. Υπήρχε πια παραγωγός και είχαμε χωρίσει τις αρμοδιότητες. Έγινε κατανομή ρόλων γιατί δεν γινόταν πια να γράφουμε όλοι μαζί – έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έγραφαν όλοι. Εγώ έγραφα συνήθως με τη Μαριανίνα Κριεζή. Ο Σταμάτης επίσης έγραφε, μετά προστέθηκε κι ο Λαζόπουλος. Το '85 έκλεισε οριστικά ο κύκλος και, σαν γάμο που δεν υπάρχει πια έρωτας, το διαλύσαμε. Αυτό που με ανησύχησε όταν άρχισα να παίζω τη Μαντάμ Σουσού, ήταν ότι θα με αναγνώριζαν στο δρόμο. Αυτό δεν συνέβη, παρ' όλη την τεράστια επιτυχία, γιατί ήμουν τελείως διαφορετική στη ζωή μου. Μόνο από τη φωνή μου μπορούσαν να με αναγνωρίσουν. 
Η χροιά της φωνής μου είναι δραματική. Η εκφορά είναι που την κάνει κωμική, καθώς τη χρησιμοποιώ ανάλογα στην κωμωδία. Οι Τρεις Χάριτες ήταν επίσης ομαδική δουλειά. Με είχαν ρωτήσει αν θα ήθελα ο τίτλος να είναι «Η Άννα και οι Αδελφές της», και είχα αρνηθεί. Έχω πάρα πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση της συλλογικότητας. Μ' αρέσει και το θεωρώ σωστότερο. Πολύς κόσμος πάει προς το θέατρο για άλλους λόγους από το ίδιο το θέατρο. Τα περισσότερα νέα παιδιά που έρχονται να μου ζητήσουν τη γνώμη μου αν πρέπει να γίνουν ηθοποιοί, τα αποθαρρύνω. Τη μοναδική φορά που είδα ταλέντο, είπα: «Όχι μόνο θα δώσεις εξετάσεις αλλά, επειδή δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις επιτροπές, θα βάλω μέσο για σένα!» ''




''Η αναγνωρισιμότητα με τρελαίνει. Μ' αρέσει που αρέσω στον κόσμο, αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά συγχρόνως με κάνει και ντρέπομαι. Η τηλεόραση δεν φτιάχνει σταρ, φτιάχνει συγγενείς. Ένα παιδάκι με ρώτησε κάποτε «με ξέρεις;» «Όχι» του απάντησα. «Τότε γιατί σε ξέρω εγώ;» Μπαίνουμε στα σπίτια απρόσκλητοι. ''

 ''Η τηλεόραση έχει γίνει κράτος εν κράτει. Περνάει ιδεολογίες, περνάει απόψεις, έχει γίνει ένα μέσο ανεξέλεγκτο. Μ' ενοχλεί πολύ αυτό. Με τους παλιούς μου συναδέλφους νιώθω στενή καλλιτεχνική συγγένεια. Όποτε έχει τύχει να παίξουμε πάλι μαζί, αποδεικνύεται πόσο ισχυροί και κοινοί είναι οι κώδικές μας. Απωθημένα με ρόλους δεν έχω. ''

''Διασκευάζοντας τη Θεία από το Σικάγο, προσπάθησα να μην πειράξω καθόλου τον Σακελλάριο, αλλά αντιθέτως να σχολιάσω την εποχή με τη συνδρομή των τραγουδιών της εποχής. Το γεγονός ότι ο Σακελάριος προσπαθεί –το '57– να ψελλίσει τον κίνδυνο του φιλοαμερικανισμού κι αυτού του τύπου της προόδου, πού να τολμούσε άλλωστε, μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρον, τώρα που το θέμα της παγκοσμιοποίησης έχει φτάσει σε σημεία παράκρουσης. Ήθελα να το θυμηθούμε και να το σχολιάσουμε με βάση το σήμερα. Η παράσταση είναι αυτό που είχα ονειρευτεί. Έτυχε όλοι οι συντελεστές να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό!''


Το 1975 ο Μάνος Χατζιδάκις ανέλαβε τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Ανάμεσα στα σχέδιά του ήταν η δημιουργία μιας παιδικής εκπομπής, τη δημιουργία της οποίας ανέθεσε στην Ρεγγίνα Καπετανάκη. Η τελευταία, με τη βοήθεια της παιδοψυχολόγου Ελένης Βλάχου, κατασκεύασαν ένα αρχικό πλάνο του κόσμου της Λιλιπούπολης, τον οποίο οργάνωσαν και παρουσίασαν στον Χατζιδάκι.

Εκείνος ενθουσιάστηκε με την ιδέα και έδωσε την άδεια και την προστασία του στη νέα σειρά. Η εκπομπή, η οποία ήταν καθημερινή αλλά με συχνές επαναλήψεις επεισοδίων, ήταν μουσικά επενδυμένη με τραγούδια ευρηματικότατων στίχων. Η Μαριανίνα Κριεζή ήταν η στιχουργός των τραγουδιών σε μουσικές που έγραφαν οι νέοι τότε συνθέτες Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός και Νίκος Χριστοδούλου. Τα τραγούδησαν, μεταξύ άλλων, οι Σπύρος Σακκάς, Σαβίνα Γιαννάτου, Αντώνης Κοντογεωργίου, Μαριέλλη Σφακιανάκη, Νένα Βενετσάνου, η Λένα Πλάτωνος και ηθοποιοί. 


 Η αμερικάνικη εκπαιδευτική σειρά Sesame Street αποτέλεσε σημείο αναφοράς της Ρεγγίνας Καπετανάκη στην αρχική ιδέα για την εκπομπή.
Αρχικά η σειρά μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν αποτυχία, καθώς το σοβαρό κοινό του Τρίτου Προγράμματος έκρινε αυστηρά την προσπάθεια αυτή και η ακροαματικότητα ήταν χαμηλή. Η ίδια η δημιουργός της θεωρούσε πως έπρεπε να σταματήσει.




Η ιδέα αυτή έβρισκε αντίθετό τον ίδιο τον Χατζιδάκι, ο οποίος θεωρούσε τη σειρά αξιόλογη.Το καλοκαίρι του 1978 εισχώρησε στην συγγραφική ομάδα της σειράς η Άννα Παναγιωτοπούλου, η οποία προσέφερε έναν στιβαρό θεατρικό λόγο στα κείμενα. Την περίοδο εκείνη η εκπομπή αρχίζει να ανεβαίνει σε ακροαματικότητα, ενώ το ακροατήριό της άρχισε να διευρύνεται σε διάφορες ηλικιακές κατηγορίες. Ταυτόχρονα ο χαρακτήρας της γινόταν περισσότερο πολιτικός. Η Μαριανίνα Κριεζή αναφέρει χαρακτηριστικά πως «...άρχισαν οι ήρωες να αποκτούν χαρακτήρα. Άρχισε να αλλάζει η θεματολογία. Η "Λιλιπούπολη" πήρε πολιτική διάσταση, συνέβαιναν γεγονότα, γίνονταν εκλογές όπως τις κάνουν οι μεγάλοι».
 Μικρά και μεγάλα παιδιά λάτρεψαν τον κόσμο της Λιλιπούπολης και τα καμώματα των κατοίκων της. Η Λιλιπούπολη ήταν μια "παιδική" (όχι όμως παιδιάστικη) εκπομπή, καμωμένη "για παιδιά και έξυπνους μεγάλους", η οποία λατρεύτηκε, αλλά και πολεμήθηκε από συντηρητικούς κύκλους, ίσως επειδή ασκούσε κριτική χωρίς διακρίσεις σε πρόσωπα και θεσμούς. Οι παραλληλισμοί των τόπων δεν είναι τυχαίοι: Ο Νίκος Δήμου σημείωνε στο περιοδικό Επίκαιρα το 1979 ότι «το βουνό Λιλιμπάγια θα μπορούσε να είναι ο Όλυμπος, ενώ το Πόρτο Λίλι θα μπορούσε να είναι ο Πειραιάς. ... Τα πρόσωπα έχουν, επίσης, εμφανείς συμβολισμούς: ο δήμαρχος Χαρχούδας είναι ο πονηρός πολιτικάντης που εξαπατά τους πολίτες του με δήθεν υπηρεσίες που "εξυπηρετούν" τον πολίτη (ενώ στην πραγματικότητα τον απομυζούν), φτιάχνει και ξαναφτιάχνει τη "λεωφόρο Γαλάζιας Πεταλούδας" (εμφανής παραλληλισμός της κατασκευής της Λεωφόρου Συγγρού εκείνη την εποχή)».





Αν ζούσε στην Αμερική θα διέκοπταν το πρόγραμμα της τηλεόρασης για να μεταδώσουν την είδηση του θανάτου της και όχι να γίνει μια αναφορά λίγων λεπτών για την Αννα Παναγιωτοπούλου που είχε το ταλέντο να γίνεται ο ρόλος και να μην υποδύεται απλώς έναν χαρακτήρα. 

Θα συνεχίσει να υπάρχει από τους ρόλους της στην μικρή και την μεγάλη οθόνη και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα κάνει την εμφάνιση της μέσα από τα meme, όπως τόσα χρόνια.

Αννα Παναγιωτοπούλου σ' ευχαριστώ που με έκανες να γελάσω,να συγκινηθώ κάποιες φορές, μου έκανες παρέα τα βράδυα λίγο πριν κοιμηθώ για το σχολείο και δυο δεκαετίες αργότερα συχνά πυκνά υπάρχεις στη ζωή μου ξαναβλέποντας τις σειρές και τις ταινίες σου.
Σ' ευχαριστώ που από τις ερμηνείες σου κατάλαβα μεγαλώνοντας τι θα πει ταλέντο και καλή κωμωδία..



Καλό ταξίδι, θα σε θυμόμαστε.. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Facebook Twitter YouTube